- σκαστός
- -ή, -ό1. ηχηρός: Της έδωσε ένα σκαστό φιλί.2. αυτός που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολείο: Πάλι ο φίλος σου είναι σκαστός από το σχολείο σήμερα.3. αυτός που φεύγει κρυφά από κάπου: Έγινε σκαστός από το σπίτι.4. αυτός που καταβάλλεται «τοις μετρητοίς»: Έπεσαν και σήμερα δύο χιλιάδες σκαστές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.