σκαστός

σκαστός
-ή, -ό
1. ηχηρός: Της έδωσε ένα σκαστό φιλί.
2. αυτός που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολείο: Πάλι ο φίλος σου είναι σκαστός από το σχολείο σήμερα.
3. αυτός που φεύγει κρυφά από κάπου: Έγινε σκαστός από το σπίτι.
4. αυτός που καταβάλλεται «τοις μετρητοίς»: Έπεσαν και σήμερα δύο χιλιάδες σκαστές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκαστός — ή, ό, Ν (για πράγμ.) αυτός που σκάζει ή γίνεται με κρότο, ηχηρός (α. «σκαστή σβερκιά» β. «σκαστό φιλί») 2. (για πρόσ.) α) αυτός που φεύγει κρυφά β) αυτός που απουσιάζει αυθαίρετα ή αδικαιολόγητα 3. (για χρήματα) αυτός που πληρώνεται όλος μαζί,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”